κανωβισμός

κανωβισμός
κανωβισμός, ὁ (Α)
ακόλαστη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Κάνωβος, αρχ. πόλη τής Αιγύπτου, λόγω τής τρυφηλής ζωής τών κατοίκων της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”